- στυπτηριώδης
- -ῶδες, Α [στυπτηρία]1. όμοιος ως προς τη μορφή και τις ιδιότητες με στυπτηρία2. αυτός που περιέχει στυπτηρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στυπτηριώδης — like masc/fem acc pl (attic epic doric) στυπτηριώδης like masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) στυπτηριώδης like masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριώδει — στυπτηριώδης like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στυπτηριώδης like masc/fem/neut dat sg στυπτηριώδεϊ , στυπτηριώδης like dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριώδη — στυπτηριώδης like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στυπτηριώδης like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στυπτηριώδης like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριῶδες — στυπτηριώδης like masc/fem voc sg στυπτηριώδης like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριώδεα — στυπτηριώδης like neut nom/voc/acc pl (epic ionic) στυπτηριώδης like masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριωδῶν — στυπτηριώδης like masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριώδεσι — στυπτηριώδης like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριώδεσιν — στυπτηριώδης like masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στυπτηριώδους — στυπτηριώδης like masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)